ευθυκυστικός

ευθυκυστικός
-ή, -ό
όρος που αναφέρεται σε διαφόρους ανατομικούς σχηματισμούς (α. «ευθυκυστική πτυχή» β. «ευθυκυστικό κόλπωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + κυστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”